- Καρνεα
- Κάρνεατά Theocr. = Κάρνεια См. Καρνεια
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Κάρνεα — Κάρνεια festival held in his honour neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρνεατῶν — Καρνεᾱτῶν , Καρνεᾶται masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Карнеи — (греч. Κάρνεια, Karneia, или Κάρνεα, Karnea,Carnea) главный национальный дорийский праздник, проходивший в честь Аполлона Карнейского. По одной из версий принято считать, что название праздника связано с месяцем его проведения Karnios … Википедия
Κάρνειος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Δία και της Ευρώπης. Ανατράφηκε στο ιερό άλσος του Απόλλωνα στην Ίδη, από τον ίδιο τον θεό, ο οποίος του δίδαξε τη μαντική, και τη μητέρα του, Λητώ. Κ. ήταν επίσης και μία από τις προσωνυμίες του Απόλλωνα. * * *… … Dictionary of Greek
Καρνειάσιος — Καρνειάσιος, α, ον (Α) το ουδ. ως ουσ. Καρνειάσιον και Καρνάσιον (ενν. άλσος) ιερό τέμενος αφιερωμένο στον Απόλλωνα Κάρνειο ή Καρνέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κάρνειος + κατάλ. άσιον κατά το γυμν άσιον] … Dictionary of Greek